- ψαμμακόσιοι
- ψαμμακόσιοιsand-hundredmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψαμμακόσιοι — αι, α, Α (κωμική λ.) άπειρο, αναρίθμητο πλήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κόσιοι, αναλογικά προς τα αριθμητικά σε κόσιοι (πρβλ. πεντα κόσιοι)] … Dictionary of Greek
ψαμμακοσίοις — ψαμμακόσιοι sand hundred masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμακοσίοισι — ψαμμακόσιοι sand hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμακοσίους — ψαμμακόσιοι sand hundred masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμακόσια — ψαμμακόσιοι sand hundred neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμοκοσίους — ψαμμακόσιοι sand hundred masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμοκόσια — ψαμμακόσιοι sand hundred neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμακοσιογάργαροι — αι, α, Α (στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) αναρίθμητοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαμμακόσιοι + γάργαρα «πλήθος, αφθονία»] … Dictionary of Greek